- ονομακληδην
- ὀνομακλήδηνὀνομα-κλήδηνadv. по именам, поименно
(ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ονομακλήδην — ὀνομακλήδην (Α) (επικ. τ.) επίρρ. κατ όνομα, ονομαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν] … Dictionary of Greek
ὀνομακλήδην — calling by name indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)